θερινά

θερινά
θερινός
Aër.
neut nom/voc/acc pl
θερινά̱ , θερινός
Aër.
fem nom/voc/acc dual
θερινά̱ , θερινός
Aër.
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θερίνα — η ζωολ. κοινή ονομασία τής αθερίνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. αθερίνα] …   Dictionary of Greek

  • θερινάς — θερινά̱ς , θερινός Aër. fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ASININUS Lac — ad faciem nitidiorem redeendam olim adhibitum. Lini enim delcatos, vel ad candorem nitoremque cutis conciliandum, vel, ne cito barbati essent, certum, Sueton. de Othone c. 12. narrat, faciem quottidie pane madidô linere consuetum etc. Martial. l …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OBLINERE os — apud Plautum, Argum. Epid. v. 5. quod proprie iis convenit, qui non faciei partem de consueto more liniebant, sed os totum. Lini enim moris erat delicatos olim, vel ad candorem nitoremque cutis conciliandum, vel ne cito barbati essent. Sic Sueton …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SATIO — I. SATIO Macedoniae oppidum circa Lychnidem paludem. Polyb. l. 5. II. SATIO circa Vergiliarum occasum fiebat, in Graecia fere omni et Asia, Plinio l. 18. c. 7. Aestiva, quae aestate ante Vergiliarum exortum seruntur, ut milium, panicum, sesama,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αθερίνα — Βλ. λ. αθερινίδες. * * * η Ζωολ. γένος μικρών θαλάσσιων ψαριών τής οικογένειας Atherinidae τής τάξης τών Αθερινόμορφων*. Είναι επίσης γνωστά και με τα κοινά ονόματα αθερινός, αθερίνος, αθερίνη, αθυρνός, θερίνα, θερινός, σουβλί και σουβλίτης.… …   Dictionary of Greek

  • άμορφος — (amorpha). Γένος χαμηλών θάμνων της οικογένειας των χεδρωπών, ιθαγενών της Βόρειας Αμερικής. Έχουν φύλλα επαλλάσσοντα, πτεροσχιδή με φυλλάρια ωοειδή, ακέραια. Τα άνθη τους είναι λευκά, μπλε ή κόκκινα και σχηματίζουν ταξιανθίες. Τα περισσότερα από …   Dictionary of Greek

  • θερινός — ή, ό (ΑΜ θερινός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος («θερινές διακοπές», «θερινό ηλιοστάσιο») 2. ο κατάλληλος για την περίοδο τού θέρους (α. «θερινή διαμονή» β) «θερινά ενδύματα») 3. φρ. «θερινή ώρα» η τοποθέτηση τών δεικτών τού… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κατάκλιτος — η, ο (Α κατάκλιτος, ον) [κατακλίνω] νεοελλ. 1. ο πλαγιαστός 2. φρ. «κατάκλιτο πλοίο» το πλοίο που γέρνει επικίνδυνα προς τη μία του πλευρά λόγω βλάβης ή τρικυμίας αρχ. 1. (για θερινά ενδύματα) αυτός που πέφτει στο σώμα ανάλαφρα, ο ευρύχωρος («καὶ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”